χαλκόπληκτος

χαλκόπληκτος
χαλκό-πληκτος, [dialect] Dor. [suff] χαλκό-πλακτος, ον,
A smiting with brazen edge, γένυς, of the battle-axe, S.El.484 (lyr.; also expld. as = χαλκήλατος).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλκόπληκτος — smiting with brazen edge masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκόπληκτος — και δωρ. τ. χαλκόπλακτος, ον, Α (για τον πολεμικό πέλεκυ) αυτός που πλήττει με χάλκινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σιδηρό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπλήκτους — χαλκόπληκτος smiting with brazen edge masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπλακτος — χαλκόπλᾱκτος , χαλκόπληκτος smiting with brazen edge masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”